- σαπουλανάς
- -ᾱ, ὁ, ΜΑπιθ. αυτός που καθαρίζει έρια με σαπούνι.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθ. λ. με α' συνθετικό τη λ. σάπων, -ωνος (με κώφωση τού -ω- σε -ου) και β' συνθετικό πιθ. το λατ. lana «μαλλί, έριο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.